- αβροφροσύνη
- [аврофросини] ουσ. Θ. учтивость, любезность,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αβροφροσύνη — η το να έχει κανείς λεπτούς τρόπους: Η αβροφροσύνη ήταν το κύριο γνώρισμά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβροφροσύνη — η [αβρόφρων] η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα … Dictionary of Greek
κόρτε — (I) το 1. ερωτοτροπία, φλερτ 2. φρ. «κάνω κόρτε» α) ερωτοτροπώ, φλερτάρω β) βλέπω κάτι με πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corte «βασιλική αυλή» στην έκφραση fare la corte «συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω»]. (II) κόρτε, ἡ (Μ) η Αυλή, το σύνολο… … Dictionary of Greek